- κληρονομητήριο
- το [κληρονομώ](αστ. δίκ.) το πιστοποιητικό τού δικαιώματος τού κληρονόμου, τού καταπιστευματοδόχου, τού κληροδόχου ή τού εκτελεστή διαθήκης το οποίο εκδίδει ο γραμματέας τού δικαστηρίου τής κληρονομίας μετά από σχετική απόφαση τού ομώνυμου δικαστηρίου που δικάζει κατά τη διαδικασία τής εκούσιας δικαιοδοσίας.
Dictionary of Greek. 2013.